Blog

Ο ρόλος της Θεσσαλονίκης κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Δυστυχώς ή όχι, στην χώρα μας δεν έχουμε κάποια εθνική γιορτή που να μνημονεύει την συμμετοχή μας κατά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, μολονότι αυτό -ειδικά για τους Θεσσαλονικείς- είναι μια μεγάλη παράλειψη.

Όλος σχεδόν ο σύγχρονος αστικός ιστός της Θεσσαλονίκης οφείλει την σημερινή του μορφή στα γεγονότα που διαδραματίστηκαν στην πόλη μας κατά την διάρκεια του “Μεγάλου Πολέμου”.

Από απλά τοπονύμια μέχρι και συγκεκριμένες οικοδομικές εγκαταστάσεις, η Θεσσαλονικη φέρει ακόμα ζωντανή την μνήμη του πολέμου αυτού.

Μεγάλο ρόλο προς αυτή την κατεύθυνση έπαιξε το γεγονός πως κατά την διάρκεια του πολέμου οι δυνάμεις της Entente, προφασιζόμενες την ανάγκη τους να ενισχύσουν την κατακερματισμένη Σερβία, αλλά και να υποστηρίξουν τον αγώνα τους εναντίον της Βουλγαρίας γενικότερα (η οποία μπήκε πολύ γρήγορα στον αγώνα με το πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων), χρησιμοποιήσαν το λιμάνι της Θεσσαλονίκης ως βάση ανεφοδιασμού τους, ουσιαστικά εκβιάζοντας την είσοδο της χώρας μας στον πόλεμο, αφού παραβίαζαν έτσι όχι μόνο τα εθνικά κυριαρχικά δικαιώματα της Ελάδας, αλλά και την διπλωματική της στάση ουδετερότητας.

Αυτό οφείλονταν εν μέρει στην προσπάθεια της χώρας μας να διατηρήσει ουδέτερη στάση στα τεκτενόμενα του πολέμου, γεγονός όχι αδικαιολόγητο για μία μικρή χώρα που μόλις είχε εξέλθει από την πολεμική περιπέτεια των Βαλκανικών Πολέμων, αλλά κάτι που και οι δύο αντίπαλες συμμαχίες το έβλεπαν απειλητικά, η καθεμία για τους δικούς της λόγους.

 Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΦΤΑΝΕΙ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ.

Έτσι, στις 17 Σεπτεμβρίου του 1915, δύο ταξιαρχίες αγγλογαλλικών στρατευμάτων αποβιβάστηκαν στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης…πολύ αργά από την μία για να προσφέρουν οποιαδήποτε ουσιασική στρατιωτική υποστήριξη στον διαλυμένο σερβικό στρατό (που ήταν εξάλλου η αρχική δικαιολογία),  αλλά οπωσδήποτε σε κατάλληλο χρονικό σημείο ώστε να εντείνουν ακόμα περισσότερο την έντονη διαφωνία μεταξύ των ανακτόρων και του πρωθυπουργού της Ελλάδος, σχετικά με το ζήτημα της συμμετοχής της χώρας μας στον πόλεμο ή μη. Η κίνηση αυτή προκάλεσε την άμεση αντίδραση της Γερμανίας και πολύ σύντομα η Ελλάδα βρέθηκε στην δυσμενή διπλωματική θέση να πρέπει να αντιμετωπίσει, εντός των συνόρων της, στρατούς και από τις δύο αντίπαλες παρατάξεις, οι οποίες είχαν de facto καταλάβει ζωτικές περιοχές της νεοαποκτηθείσας Μακεδονίας. Ο μόνος σίγουρα στρατηγικά κερδισμένος φαινόταν πως ήταν οι Κεντρικές Δυνάμεις, οι οποίες είχαν κατορθώσει έτσι να δημιουργήσουν έναν ανεμπόδιστο δίαυλο επικοινωνίας, από την Κωσταντινούπολη ως το Βερολίνο.

Πολύ σύντομα, η κατάφορη αυτή παραβίαση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας μας οδήγησε σε διαμάχη που πήρε τέτοιες διαστάσεις, ώστε ο βασιλιάς Κωσταντίνος να παύσει την κυβέρνηση του πρωθυπουργού Ελευθέριου Βενιζέλου και να την αντικαταστήσει με άλλη. Οι εσωτερικές πολιτικές ζημώσεις και η έντονη αντιπαράθεση των βασιλόφρονων και των βενιζελικών, ο “Εθνικός Διχασμός” όπως αλλιώς ονομάστηκε αυτή η διαμάχη, αλλά και η δυσαρέσκεια μερίδας του πληθυσμού από αυτές τις εξελίξεις, που επηρεάζαν άμεσα την κοινωνική ζωή της χώρας, θα οδηγήσει στην απόφαση του πολιτικού Ελ. Βενιζέλου να σχηματίσει μία ανεπίσημη κυβέρνηση της Ελλάδας, σε συνεργασία με τον ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη και τον στρατηγό Παναγιώτη Δαγκλή  (ήρωες των πρόσφατων Βαλκανικών Πολέμων), οι οποίοι είχαν όμως την άμεση υποστήριξη των δυσαρεστημένων από τις πολεμικές εξελίξεις αξιωματικών του στρατού, αγνοώντας έτσι απροκάληπτα την συνταγματικά νόμιμη κυβέρνηση των Αθηνών. Οι τρείς τους θα σχηματίσουν την προσωρινή επαναστατική κυβέρνηση που ονομάστηκε “Προσωρινή Κυβέρνηση Εθνικής Άμυνας“, την λεγόμενη “Τριανδρία“, η οποία από τις 16 Σεπτεμβρίου του 1916 διακύρηξε πως ελέγχει τις περιοχές της Κρήτης, Μακεδονίας και των νησιών του Αιγαίου (περιοχές δηλαδή που πρόσφατα είχαν περιέλθει στον θώκο του ελληνικού κράτους μέσω των Βαλκανικών Πολέμων).

Με την υποστήριξη των όπλων των δυνάμεων της Entente, η κυβέρνηση της Τριανδρίας μετέφερε την έδρα της στη Θεσσαλονίκη, ασκόντας την δική της εξωτερική πολιτική και διαχείριση των ζητημάτων της περιφέρειας που θεωρούσε της δικαιοδοσίας της! Δεν είναι καθόλου περίεργο λοιπόν που η σημερινή Θεσσαλονίκη έχει συνοικία που φέρει το όνομα της “Τριανδρίας”, το δημαρχείο της οποίας κοσμούν οι προτομές των τριών αυτών αντρών (Βενιζέλου, Κουντουριώτη, Δαγκλή), ενώ φυσικά, κεντρική οδός της πόλης φέρει το όνομα της κυβερνήσεως της “Εθνικής Αμύνης”.

Στο μεταξύ διάστημα όμως, μέχρι δηλαδή να δημιουργηθεί η κυβέρνηση Εθνικής Άμυνας, η Θεσσαλονίκη μεταμορφώθηκε ουσιαστικά, αφού από δύο ταξιαρχίες αρχικά, η συνολική στρατιωτική δύναμη της Entente αυξηθηκε σε μερικές δεκάδες μεραρχίες, αγγίζοντας μέχρι την λήξη των εχθροπραξιών τον συνολικό αριθμό των 700.000 αντρών, με την υποστήριξη περισσότερων από 2.500 πυροβόλων και 200 αεροπλάνων, αλλά και πλήθος πλοίων επιφανείας. Απο αυτούς, υπολογίζεται πως τουλάχιστον 100.000 στρατωνίζονταν στην ευρύτερη περιοχή της πόλης της Θεσσαλονίκης, διπλασιάζοντας έτσι τον συνολικό πληθυσμό της! Οι στρατιώτες αυτοί προέρχονταν από όλες τις γωνιές του πλανήτη, καθώς οι αποικιοκράτες Άγγλοι και Γάλλοι είχαν επιστρατεύσει δυνάμεις από όλες τις περιοχές της υφηλίου, με αποτέλεσμα η Θεσσαλονίκη να μετατραπεί σε ένα απέραντο στρατόπεδο στο οποίο είχαν βρεί καταφύγιο άντρες από την μητροπολίτικη Αγγλία, αλλά και την Ινδία, την Αυστραλία, τη Νέα Ζηλανδία, τη Νότιο Αφρική, αλλά και την Γαλλία, Ινδοκίνα, Σενεγάλη και Αλγερία (που ήταν αποικίες της Γαλλίας),την Ρωσία,την Ιταλία και φυσικά την Σερβία!

Η παρουσία όλων αυτών των στρατιωτικών δυνάμεων επηρέασε άμεσα την οικονομική και πολιτική ζωή της πόλης. Πέρα από την αύξηση των κατοίκων της πόλης εξαιτίας των εισερχόμενων προσφύγων από Σερβία και Θράκη (που ήταν τότε Βουλγαροκρατούμενη), για την ικανοποίηση των στρατιωτικών αναγκών τους, οι Σύμμαχοι ανέπτυξαν εκατοντάδες εγκαταστάσεις και υποδομές, πολλές εκ των οποίων διασώζονται μέχρι και σήμερα: δρόμοι, αεροδρόμια (Θέρμη-Σέδες), στρατώνες, δίκτυα ύδρευσης και αποχέτευσης, νοσοκομεία, σιδηρόδρομοι και αποθήκες, αλλά και η προβλήτα του λιμανιού ήταν μερικά μόνο από τα έργα που βελτίωσαν την ζωή των κατοίκων της πόλης.

Η συμβολή των στρατιών αυτών όμως ήταν επίσης σημαντική και στην πολιτιστική ζωή της πόλης, με τις δεκάδες θεατρικές και κινηματογραφικές αίθουσες που ανοίξαν, τα ξεναδοχεία και τα κοσμοπολίτικα καφέ, τις εφημερίδες που κυκλοφορήσαν, τις αρχαιολογικές ανασκαφές που χρηματοδοτήθηκαν (Kαραμπουρνάκι, Ροτόντα, Λευκός Πύργος), αλλά ακόμα και τα πορνεία (περιοχή Βαρδαρίου),που έκαναν “χρυσές” δουλειές εξυπηρετώντας τις “βιολογικές” ανάγκες αυτού του μωσαϊκού από άντρες από όλη την υφήλιο.

Η συμμετοχή της Θεσσαλονίκης στον πόλεμο ως κέντρο ανεφοδιασμού των Συμμάχων την έβαλε φυσικά και στο στόχαστρο της αντίπαλης σύμπραξης, με αποτέλεσμα να δεχθεί ακόμα και αεροπορικούς βομβαρδισμούς, με χαρακτηριστικότερη την περίπτωση του αερόπλοιου zeppelin LZ 85, που έπειτα από τρείς επιδρομές, τελικά κατερρίφθη την 4η Μαΐου 1916.

Επίσης, πλήθος αιχμαλώτων , Βούλγαρων, Γερμανών, Τούρκων και Αυστριακών μεταφέρθηκαν στους στρατώνες της πόλης, ενώ μέχρι και σήμερα μπορεί κανείς να επισκεφθεί τα δύο μεγάλα νεκροταφεία της πόλης, το λεγόμενο “Συμμαχικό” ή αλλιώς “Ζεϊτενλίκ” (από την παλιά τουρκική ονομασία της τοποθεσίας=ελαιώνας), επί της οδού Λαγκαδά, όπου κείτωνται 20.500 στρατιώτες του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου,κυρίως Σέρβοι, αλλά και Γάλλοι, Ρώσοι, Ιταλοί και Βούλγαροι, αλλά και το βρετανικό νεκροταφείο της Μίκρας, στην Καλαμαριά, όπου υπάρχουν τα μνήματα 1.957 Βρετανών. Ως τέτοιος χώρος ταφής, χρησιμοποιήθηκε και η τοποθεσία Χαρμάνκιοϊ (“αλωνότοπος” στη τουρκική γλώσσα) του σημερινού συνοικισμού Ελευθερίου (από τον Βενιζέλο)-Κορδελιού, οπου υπάρχουν τα μνήματα 520 Ινδών!

Ανάμεσα στην πανσπερμία ξένων αντρών που έκαναν υπερπόντιο ταξίδι για να πολεμήσουν στα χαρακώματα του Μακεδονικού Μετώπου (ή “μέτωπο της Θεσσαλονίκης” όπως αλλιως ονομάστηκε) συγκαταλέγεται και ο εθνάρχης της Λαϊκής Δημοκρατίας του Βιετνάμ Χο Τσι Μινχ, ο οποίος σε ηλικία 25 ετών , υπηρετώντας τις γαλλικές αποικιακές δυνάμεις της τότε Ινδοκίνας, μετατέθηκε εδώ και υπηρέτησε σε Θεσσαλονίκη, Σκύδρα και Σιάτιστα.

Τα ίχνη του Πρώτου παγκοσμίου Πολέμου στην Θεσσαλονίκη και τα περίχωρα της δεν σταματούν στα παραπάνω…Ας μην ξεχνάμε τον ποταμό Γαλλικό, που μετονομάστηκε έτσι από Εχέδωρος που ήταν αρχικά, εξαιτίας της γειτνίασης του με το παρακείμενο γαλλικό -προφανώς- στρατόπεδο. Επίσης η τοποθεσία της Αγχίαλου, όπου είχαν βρεί καταφύγιο πρόσφυγες από την ομώνυμη πόλη της Θράκης (σημερινή Βουλγαρία), για πολύ καιρό έφερε και το όνομα “Ίνγκλις“, εξαιτίας της παρουσίας των βρετανικών στρατευμάτων στην περιοχή.

Γάλλοι και Άγγλοι προσέφεραν επίσης τεράστιο έργο με την αποξύρανση των ελών στις εκβολές του δέλτα του ποταμού Αξιού, προστατεύοντας όχι μόνο τα στρατεύματα τους, αλλά και τον γενικότερο πληθυσμό της περιοχής από την μάστιγα της ελονοσίας και των κουνουπιών.

Ονόματα δρόμων επίσης, μας μαρτυρούν το πέρασμα του πολέμου πάνω από την πόλη: η οδός Δεσπεραί, που είναι το όνομα του Γάλλου διοικητή (Franchet d’ Esperey) της Γαλλικής Στρατιάς της Ανατολής, που έδρευε στην πόλη μας, η οδός αλλά και η πλατεία Σκρά της Θεσσαλονίκης (μητροπολίτικο κέντρο και περιοχή της Καλαμαριάς αντιστοίχως), που μνημονεύει μία από τις λαμπρότερες (και πιό αιματηρές) επιτυχίες του ελληνικού στρατού κατά τον Πρώτο παγκόσμιο Πόλεμο.

Τέλος, καταλυτική για την διαμόρφωση της πόλης της Θεσσαλονίκης ήταν η μεγάλη πυρκαγιά που ξέσπασε την 18η Οκτωβρίου του 1917. Σύμφωνα πάντα με τις πηγές, η πυρκαγιά αυτή ξέσπασε κατά τις 15.00 μ.μ. σε σπίτι προσφυγικής οικογένειας, στην οδό Ολυμπιάδος 3 και εξαιτίας της άναρχης παλαιάς δόμησης της πόλης, γρήγορα εξαπλώθηκε ανεξέλεγκτα καταστρέφωντας τα 2/3 αυτής, αφήνοντας 72.000 κατοίκους άστεγους, καταστρέφοντας τα περισσότερα καταστήματα της, σημαντικά θρησκευτικά τεμένη και ναούς των τριών βασικών κοινοτήτων της πόλης (εβραϊκής, μουσουλμανικής και χριστιανικής) και δημιουργώντας τεράστιο οικονομικό και κοινωνικό πρόβλημα στο ήδη βεβαρημένο κλίμα, λόγω της συγκέντρωσης προσφύγων από τις κοντινές εμπόλεμες ζώνες. Ο κινδυνος για την δημόσια υγεία ήταν τέτοιος που η προσωρινή κυβέρνηση της Εθνικής Άμυνας, απαγόρευσε την όποια απόπειρα ανοικοδόμισης. Αντιθέτως, ανατέθηκε στον τότε υπουργό Μεταφορών Αλέξανδρο Παπαναστασίου (που τώρα φέρει το όνομα του οδός του συνοικισμού Τούμπας) ο σχηματισμός της “Διεθνούς Επιτροπής για το Νέο Σχεδιασμό της Θεσσαλονίκης”, η οποία κατέθεσε πλάνο ανoικοδόμησης του κέντρου της πόλης στις 29 Ιουνίου 1918. Επιβλέπων της μελέτης αυτής ήταν ο Γάλλος αρχιτέκτονας Ερνέστος Εμπράρ (Ernest Hebrard, στην μνήμη του οποίου υπάρχει και ομώνυμο στενό στην περιοχή των Άνω Λαδάδικων), ο οποίος οραματιζόταν μία πόλη σύγχρονη και σύμφωνη με τα αντίστοιχα μεγάλα ευρωπαϊκά αστικά κέντρα της Δύσης. Το μεγαλεπήβολο σχέδιο του ποτέ δεν ολοκληρώθηκε, δέχθηκε πολλές αλλαγές λόγω έλλειψης κονδυλίων, αλλά οριοθέτησε βασικούς οδικούς άξονες και πλατείες, προς εξυπηρέτηση του μεγαλύτερου πλέον πληθυσμού της πόλης, ενώ ακόμη και σήμερα, η σύγχρονη πλατεία Αριστοτέλους, μας δίνει μία γεύση του πως περίπου την οραματιζόταν…

ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ…
Το “Μέτωπο της Θεσσαλονίκης”, μέσα από τα Μ.Μ.Ε. της εποχής φάνταζε στα μάτια των στρατιωτών που βρίσκονταν ταλαιπωρημένοι και χωμένοι στα λασπωμένα χαρακώματα του Δυτικού Μετώπου ως παράδεισος…Ωστόσο κάτι τέτοιο απείχε πολύ από την πραγματικότητα! Και εδώ οι απώλειες των δύο αντίπαλων παρατάξεων ήταν πολυάριθμες, αν και οι μεγάλες μάχες ήταν λιγότερες σε αριθμό και δίχως την λογιστική υποστήριξη σε πολεμικό υλικό και άντρες, όπως στις πεδιάδες του Βελγίου. Ωστόσο οι καιρικές και γεωγραφικές συνθήκες ήταν εξίσου δύσκολες και οι αντίπαλοι εξίσου εμπειροπόλεμοι και αποφασισμένοι.
 
Η ιδιαίτερη τοπογραφία της περιοχής της Θεσσαλονίκης επέτρεψε την ταχύτατη περιχαράκωση αυτής με αμυντικά έργα παντός τύπου και ξετυλίχθηκαν εκατοντάδες χιλιόμέτρα συρματοπλέγματος εκατέρωθεν, γεγονός που οδήγησε τους στρατιώτες να αποκαλούν την πόλη κατ’ ευφημισμό “κλουβί” (birdcage).
 
Ένα δημοσίευμα της γαλλικής εφημερίδας Le Miroir, τον Μάρτιο του 1917, που απεικόνιζε Γάλλους στρατιώτες να διοργανώνουν αυτοσχέδιους αγώνες ταχύτητας μεταξύ…χελώνων, αλλά και η αντίληψη από την ανώτερη στρατιωτική διοίκηση και των δύο αντίπαλων παρατάξεων πως το “Μακεδονικό Μέτωπο” ήταν δευτερευούσης σημασίας, είχε οδηγήσει στην πεποίθεση πως οι πιθανότητες επιβίωσης για έναν στρατιώτη ήταν πολύ μεγαλύτερες στα Βαλκάνια απ’ ότι στην Δυτική Ευρώπη και πως μία μετάθεση εκεί ήταν πολύ ευνοϊκότερη. Σε αυτό συνετέλεσε και η ειρωνική δήλωση του Γάλλου πρωθυπουργού Ζορζ Κλεμανσό (Georges Clemenceau), ο οποίος αποκάλεσε τα “νωθρά” στρατεύματα της Entente στη Θεσσαλονίκη “κηπουρούς”, λόγω του “ειρηνικού” τους έργου. 
 
Αντίστοιχα, κυκλοφορούσε μεταξύ των βρετανών στρατιωτών το φανταστικό τοπωνύμιο Mesopolonica (από τον συνδυασμό των λέξεων Mesopotamia και Salonica), που υποδείκνυε την φανταστική τοποθεσία μιας ευνοϊκότερης μετάθεσης.
 
Όπως και να ΄χει, γεγονός είναι πως με την επίσημη είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο,το 1918, το Μακεδονικό Μέτωπο ανασυγκροτήθηκε και ενισχύθηκε με έναν στρατό αξιόμαχο και εμπειροπόλεμο, που γρήγορα απέδειξε στην πράξη τις δυνατότητες του.
 
Η ταλαιπωρημένη, ύστερα από την πολεμική προσπάθεια  7 συνεχόμενων ετών (1912-1918), Βουλγαρία, αναγκάστηκε να συνθηκολογήσει, υπογράφωντας την Aνακωχή της Θεσσαλονίκης στις 29 Σεπτεμβρίου 1918. Η Γερμανία και Αυστροουγγαρία, βρέθηκαν πλέον περικυκλωμένες από όλα τα μέτωπα και δίχως τρόπο να ανεφοδιάζονται. Η πτώση του Μακεδονικού Μετώπου ήταν και η αρχή του τέλους για τις Κεντρικές Δυνάμεις. Ένα μήνα αργότερα θα υπέγραφαν και αυτές την οριστική λήξη των εχθροπραξιών.
 
Για όλους τους παραπάνω λόγους, συμπεραίνει κανείς πως ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος έπαιξε τον καθοριστικότερο ρόλο στην διαμόρφωση του σημερινού αστικού ιστού της Θεσσαλονίκης, ιστορικό γεγονός που οι σύγχρονοι κάτοικοι της αξίζει να το σέβονται.

Ν. Π. Δαλαμπύρας

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την πολιτική απορρήτου.