Blog

Στρατιώτες της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας την εποχή της Νορμανδικής εισβολής (12-13 μ.Χ αιώνας) Εικονογράφηση: Α. McBride Διακρίνονται: Έφιππος καβαλάριος (1), Βαριά οπλισμένος πεζός (2), Κονταράτος (3)

Πως πολεμούσε το Βυζάντιο – Η αμυντική οργάνωση της μεσαιωνικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας

Η «Βυζαντινή Αυτοκρατορία» δεν είχε αυτό το όνομα στην εποχή της… Οι όροι “Βυζάντιο” και “Βυζαντινός” εκείνη την εποχή χρησιμοποιούταν αντίστοιχα, για την αρχαία αποικία των Μεγαρέων στον Βόσπορο – η οποία μετά το 330 μ.Χ. διατηρήθηκε σαν δήμος μέσα στην Νέα Ρώμη / Κωνσταντινούπολη- καθώς και για τους κατοίκους της. Το όνομα που χρησιμοποιούσαν οι υπήκοοι του Αυτοκράτορα για τον εαυτό τους ήταν «Ρωμαίοι» το δε κράτος τους – που αποτελούσε την χωρίς διακοπή συνέχεια της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας – αποκαλούσαν «Ρωμανία». Μετά τις νίκες του πρώτου χριστιανού αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Α’ του Μεγάλου, κατά του Μαξέντιου στην Μουλβία γέφυρα το 312 μ.Χ. (όπου είδε και το όνειρο με το σύμβολο του σταυρού και το «ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ») και κατά του Λικίνιου το 324 μ.Χ. στην Χρυσούπολη της Μ. Ασίας, παρέμεινε μοναδικός αυτοκράτορας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Το 330 μ.Χ. δε, μετέφερε την πρωτεύουσα του κράτους στη θέση που ήταν κτισμένο το αρχαίο Βυζάντιο, την οποία αρχικά ονόμασε «Νέα Ρώμη» και μετά πήρε το όνομα «Κωνσταντινούπολη». Από τότε, όλοι οι Αυτοκράτορες υπέγραφαν τα επίσημα διατάγματα με τον τίτλο : «Πιστός εν Χριστώ τω Θεώ Βασιλεύς των Ελλήνων Αυτοκράτωρ των Ρωμαίων», ενώ μέχρι και τις μέρες μας οι λέξεις «Ρωμηός» και «Ρωμηωσύνη» χρισημοποιούνται για να χαρακτηρίσουν τον Έλληνα χριστιανό ορθόδοξο, η δε Ελληνική γλώσσα πολλές φορές ονομάζεται από τον λαό «Ρωμαίικα».
 
Η Αμυντική Οργάνωση της Αυτοκρατορίας
  Σέ όλη την μακραίωνη ιστορία της, από τον 5ο μ.Χ. αιώνα μέχρι τον θάνατο του τελευταίου αυτοκράτορα Κωνσταντίνου ΙΑ’ Παλαιολόγου (1448-1453) στις επάλξεις της Βασιλεύουσας, η αυτοκρατορία, που καταλάμβανε μία από τις στρατηγικότερες θέσεις στον κόσμο, ήταν σχεδόν συνεχώς σε εμπόλεμη κατάσταση. Έτσι, η διοίκηση της Ρωμηοσύνης ήταν στενά συνδεδεμένη με τις στρατιωτικές της δυνάμεις. Η Αυτοκρατορία περιστοιχιζόταν από εχθρούς. Ποτέ ούτε για μια στιγμή, δεν μπορούσε η κυβέρνηση να αισθανθεί ότι δεν κινδυνεύει από μια ξένη εισβολή, από μια επιδρομή που θα ήταν δυνατόν να απειλήσει ακόμα και την πρωτεύουσα. Η ίδια η ύπαρξη της αυτοκρατορίας εξαρτιόταν απ’ τον τρόπο που θα κατόρθωνε να επιβληθεί στα γύρω έθνη,-από ένα δραστήριο και πάντα έτοιμο στρατό και στόλο και από μια συνεχή διπλωματία.
 
  Είχε να αντιμετωπίσει έναν αριθμό από αντιπάλους με εντελώς διαφορετική προέλευση, οργάνωση και τρόπο πολέμου : τους Πέρσες και τα διάφορα ισλαμικά κράτη της ανατολής στην αρχή, τους Σλαύους και τους Άβαρους τον 6ο και 7ο αιώνα, τους Βούλγαρους (7ο – 11ο αι.), τους Νορμανδούς και τους Λατίνους Σταυροφόρους, καθώς και τους Σέρβους και τους Ούγγρους  (11ο – 13ο αι.), και τέλος τους Οθωμανούς. Επιβίωσε δε από όλες αυτές τις αδιάκοπες επιβουλές, χάρη στην εξαιρετική εσωτερική της οργάνωση, το αποτελεσματικό στρατιωτικό και οικονομικό της σύστημα, τους ικανότατους διπλωμάτες της και το δίκτυο κατασκόπων, που εκτείνονταν σε δύση και ανατολή και υποστήριζε τις πολεμικές και διπλωματικές προσπάθειες του αυτοκράτορα με ακριβείς πληροφορίες.
 
Η κρατική και στρατιωτική εσωτερικη οργάνωση της Αυτοκρατορίας δεν είχε καμμία σχέση με αυτήν της φεουδαρχικής Δύσης. Για την ακρίβεια, ήταν ακριβώς το αντίθετο. Ο ακρογωνιαίος λίθος του βυζαντινού οικοδομήματος δεν ήταν ο υποτελής φεουδάρχης με τους δουλοπάροικους που του ανήκαν, αλλά η ελευθερία και ο δυναμισμός της μικρής αγροτικής παραγωγής. Η κύρια πηγή των κρατικών εσόδων και – από στρατιωτικής πλευράς – το σπουδαιότερο τμήμα των αυτοκρατορικών στρατιών προέρχονταν από την αγροτιά. Γιά τούτο ο αυτοκράτορας είχε βάσιμους λόγους να υπερασπίζεται διαρκώς τους χωρικούς του από τις αυθαιρεσίες των “δυνατών” τοπικών αρχόντων και ευγενών, από τις απαλλοτριώσεις και από τα χρέη.
 
  Πιθανότατα από τον αυτοκράτορα Ηράκλειο (610 – 641 μ.Χ.), είχε θεσπισθεί το σύστημα των «Θεμάτων», με το οποίο η χώρα είχε διαιρεθεί σε διοικητικές περιφέρειες, κάθε μία από τις οποίες επιστράτευε ένα συγκεκριμένο αριθμό μονάδων. Κάθε Θέμα διοικούνταν από έναν Στρατηγό, με πολιτική και στρατιωτική εξουσία, ο οποίος ήταν υπεύθυνος έναντι του αυτοκράτορα για την συγκέντρωση, εκπαίδευση και εξοπλισμό των ανδρών. Επί δυναστείας των Κομνηνών, οι τοπικοί αυτοί διοικητές καταργήθηκαν και η διοίκηση των Θεμάτων ανατέθηκε σε δύο ανώτατους αξιωματούχους, τους Δομέστιχους των Σχολών της Ανατολής και της Δύσης, για τα ανατολικά και τα δυτικά θέματα αντίστοιχα.  
 
Το κάθε Θέμα δεν ήταν τίποτε άλλο από ένα σύνολο μικρομεσαίων εκτάσεων κρατικής γής που χορηγούνταν στους στρατιώτες από το κράτος σαν αντιμισθία. Οι στρατιώτες αυτοί αποτελούσαν τεχνικά μία στρατιωτική μονάδα υπό την διοίκηση του Στρατηγού, και μπορούσαν να κληρονομήσουν την γή τους στους απογόνους τους, υπό την προϋπόθεση οτι και αυτοί θα υπηρετούσαν στον στρατό. Έτσι υπήρχε πάντα διαθέσιμο ανθρώπινο δυναμικό για στράτευση χωρίς να απαιτούνται μεγάλα έξοδα, ενώ δεν υπήρχε μεγάλη ανάγκη για υποχρεωτική στράτευση.
 
  Παραδείγματα Θεμάτων είναι το Θέμα των Θρακησίων, το Θέμα της Θεσσαλονίκης, το Θέμα των Οπτιμάτων (Χαλκηδών), το Θέμα της Χαλδαίας (Πόντος), και τα ναυτικά Θέματα των Κιβυρραιωτών (νησιά του Ν. Αιγαίου και παράλια της Μ. Ασίας), της Κρήτης και του Αιγαίου Πελάγους (Β. Αιγαίο). Τα ονόματα και τα όρια των θεμάτων άλλαζαν κατά περιόδους ανάλογα με τις ανάγκες, αλλά το Θεματικό σύστημα διατηρήθηκε και έφθασε σε πλήρη ακμή από το 780 μέχρι το 1070 μ.Χ., μέχρι την οριστική παρακμή του τον 12ο αιώνα.
 
  Εκτός από τον προαναφερθέντα Θεματικό στρατό, η αυτοκρατορία διέθετε και τον Αυτοκρατορικό στρατό, που υπαγόταν απ’ ευθείας στον Αυτοκράτορα και οποίος απαρτίζοταν από τα λεγόμενα Τάγματα, που ήταν πέντε επίλεκτα στρατιωτικά τμήματα, οι Σχολές, οι Εξκουβίτορες, οι Ικανάτους, η Βίγλα ή Αριθμός και από το 970 μ.Χ. οι Αθάνατοι. Ήταν ο μόνιμος, ολιγάριθμος, αλλά υψηλότατου επιπέδου επαγγελματικός στρατός που έδρευε είτε στην Κωνσταντινούπολη είτε κοντά σε αυτήν. Η φροντίδα για την διοικητική τους μέριμνα ήταν ευθύνη του Λογοθέτη των Στρατιωτικών.
 
  Η περίφημη Βαράγγειος Φρουρά εμφανίζεται για πρώτη φορά επίσημα το 988 μ.Χ. όταν ενσωματώθηκαν στα Τάγματα Ρώσοι στρατιώτες του Βλαδίμηρου του Κιέβου, από τον Βασίλειο Β’ Μακεδόνα ή “Βουλγαροκτόνο”. Επί Αλεξίου Α’ Κομνηνού την αποτελούσαν ξένοι κάθε προέλευσης – Ρώσοι, Τούρκοι, Αλανοί, Άγγλοι, Γάλλοι, Γερμανοί και Βούλγαροι – και μαζί με τα υπολείμματα των παλαιών ταγμάτων, τα οποία μετά το Μαντζικέρτ είχε συγκεντρώσει ο ευνούχος Νικηφόρος και τους Αρχοντόπουλους (μονάδα που είχε ιδρύσει ο Αλέξιος για τους γιους των νεκρών ευγενών), αποτελούσε τον πυρήνα όλου του στρατού. Δεν ήταν απλή σωματοφυλακή του Αυτοκράτορα, αλλά στρατιωτική μονάδα με υψηλότατου επιπέδου εκπαίδευση σε όλα τα όπλα, η οποία τον συνόδευε σε εκστρατείες και παρατάσσονταν μαζύ με τα άλλα στρατεύματα. Καθώς ήταν επιλεγμένοι να είναι σωματώδεις και πανύψηλοι, η εμφάνισή τους ήταν τόσο εντυπωσιακή, όσο και η κατανάλωση του αλκοόλ που κάνανε, κάνοντας τον λαό της βασιλεύουσας να τους αποκαλεί σκωπτικά «τα βασιλικά κρασοσάκουλα». Το κύριο όπλο τους ήταν ο βαρύς αμφίχειρος πέλεκυς στον οποίο ώφειλαν την ονομασία τους ως πελεκυφόρος φρουρά.
 
  Στις δύο αυτές κατηγορίες πρέπει να προσθέσουμε τούς Συμμάχους, δηλαδή τα ξένα επικουρικά στρατεύματα, τα οποία πολλές φορές καλούνται και Άτακτα. Οι σύμμαχοι καλούνται κατά τις εκστρατείες τού Βυζαντίου, αλλά δεν ενσωματώνονται στις μονάδες τού Βυζαντινού Στρατού. Ήταν στρατιωτικά τμήματα, από τα οποία άλλα μεν έστελναν υποτελείς ή και ανεξάρτητοι ηγεμόνες, είτε βάσει συνθήκης είτε ως δείγμα φιλίας, άλλοι δε στρατολογούνταν σε ανεξάρτητα έθνη με αδρή αμοιβή. Πάντως, όλοι οι σύμμαχοι ελάμβαναν μισθό και άλλα ανταλλάγματα, είχαν δε τούς ιδικούς των διοικητές και διατηρούσαν τον οπλισμό και τα έθιμά τους.
 
  Άλλοι ήταν οι μισθοφόροι. Προσέρχονταν κατ’ ομάδες ή κατετάσσονταν ατομικώς στον Βυζαντινό Στρατό, πάντοτε με μισθό, και ή εντάσσονταν στις διάφορες μονάδες ή αποτελούσαν ιδιαίτερα τμήματα, με Βυζαντινούς όμως διοικητές. Αυτοί ελέγοντο Φοιδεράτοι.
 
  Υπήρχαν ακόμη και οι αιχμάλωτοι ή αυτόμολοι, πού δέχονταν να υπηρετήσουν στον Βυζαντινό Στρατό, είτε διότι επεδίωκαν ολικά οφέλη, είτε για ν’ αποφύγουν τα δεινά τής αιχμαλωσίας. Κατά τα άλλα, οι στρατιώτες τού Βυζαντίου έπρεπε να είναι «Ρωμαίοι πολίτες», δηλ. υπήκοοι τού Βασιλέως και Χριστιανοί Ορθόδοξοι. Οι αιρετικοί αποκλείονταν. Απεκλείονταν επίσης και οι τιμωρημένοι με βαρειές ποινές, καθώς και οι υπόδικοι πού είχαν διαπράξει σοβαρά παραπτώματα. Οι σκλάβοι, αλλά και οι ελεύθεροι, αλλά όχι Ρωμαίοι πολίτες, μπορούσαν να υπηρετούν στον στρατό ως υπηρέτες.
 
  Στα λεγόμενα πρωτοβυζαντινά χρόνια (4ο με 6ο μ.Χ. αιώνα), υπήρχε ο θεσμός των μεθοριακών στρατευμάτων, των περίφημων Ακριτών. Σύμφωνα με αυτόν, η γραμμή των συνόρων ήταν χωρισμένη σε περιοχές ή τομείς, υπό την διοίκηση ενός αξωματούχου του Δούκα ή Κατεπάνω, ο οποίος και στρατολογούσε τους Ακρίτες από τους ντόπιους πληθυσμούς. Οι Ακρίτες είχαν αποστολή να αμύνονται σε περίπτωση εισβολής και να καθυστερούν τα εχθρικά στρατεύματα μέχρις ότου συγκεντρωθεί ο αυτοκρατορικός στρατός για να τους αντιμετωπίσει σε μάχη. Από τον 6ο αιώνα και αργότερα, τα συνοριακά στρατεύματα χάνουν το χαρακτήρα τους. Οι άνδρες τους πλέον, παρείχαν τις υπηρεσίες τους στους παλιούς ηγέτες τους (δούκες, χιλίαρχους και μεγάλους γαιοκτήμονες). 
 
Η Οργάνωση του Κατά Ξηρά Στρατού
  Η στρατιωτική οργάνωση του Βυζαντίου βασιζόταν στην στρατιωτική παράδοση της αρχαίας Ρώμης. Όμως, επειδή σύντομα η αυτοκρατορία ήρθε αντιμέτωπη με πολλούς λαούς που διέθεταν μάζες ελαφρού ιππικού (Πέρσες Άραβες, Τούρκους, Ούγγρους, Πατζινάκες) και πολεμούσαν με ανάλογες τακτικές, σύντομα το βαρύ ρωμαϊκό πεζικό της αρχαιότητας που ήταν οργανωμένο στις περίφημες Λεγεώνες των 5.000 ανδρών, έδωσε την θέση του σε μικρότερες, πιό ευέλικτες μονάδες από 1.000 περίπου άνδρες, που περιλάμβαναν πλήν των Οπλιτών ή Σκουτάτων (βαρύ πεζικό με μεταλλικό θώρακα, λόγχη και ασπίδα), Ψιλούς (ελαφρύ πεζικό) καθώς και τοξότες. 
 
Επιπλέον το ιππικό, οι Καβαλλάριοι όπως ήταν οι γενική ονομασία του, άρχισε να καταλαμβάνει πρωτεύουσα θέση στην οργάνωση και τις τακτικές του στρατού, ειδικά μετά την καταστροφική ήττα από τους Γότθους στην Αδριανούπολη το 378 μ.Χ. Με την πάροδο των χρόνων, οργανώθηκαν μονάδες ελαφρού ιππικού που ήταν εξειδικευμένοι ιππείς εξοπλισμένοι με τόξα ή λόγχες, και χρησίμευαν για την καταδίωξη του αντίπαλου ιππικού και για αναγνώριση, όπως πχ οι Προκουρσάτορες. 
 
  Οι Κατάφρακτοι ήταν το θωρακισμένο ιππικό που συμβόλιζε την ισχύ της Κωνσταντινούπολης, όπως κάποτε ο Λεγεωνάριος αντιπροσώπευε την ισχύ της Ρώμης. Ήταν οπλισμένοι με μακρυά λόγχη ή τόξο καί ασπίδα και ήταν βαρειά θωρακισμένοι με χαλύβδινο κράνος, κνημίδες και γάντια μεταλλικά, έφεραν δε τόσο αυτοί όσο και τα άλογά τους πλεκτό μεταλλικό θώρακα. Οι ακόμη βαρύτερα θωρακισμένοι Κατάφρακτοι ονομάζονταν Κλιβανάριοι (κλιβάνιον = θώρακας από μεταλικές φολίδες)  
 
  Κάθε Θέμα θεωρητικά έπρεπε να συγκεντρώνει περί τους 10.000 άνδρες. Αυτός ο αριθμός βέβαια δεν ήταν σταθερός για όλα τα θέματα, καθώς από το τέλος του 10ου αιώνα ιδρύθηκαν και τα λεγόμενα μικρά Θέματα, με δύναμη 1.000 – 5.000 ανδρών περίπου. Το σύνολο των ανδρών του Θέματος λεγόταν Στρατός. Υποδιαιρούταν σε 3 – 4 Τούρμες, από 2.500 άνδρες περίπου με διοικητή τον Τουρμάρχη. Κάθε Τούρμα είχε 5 – 6 Δρούγγους (400 περίπου άνδρες) και αυτός με την σειρά του υποδιαρούνταν σε 2 Βάνδα (200 – 300 άνδρες). Ένα βάνδο διαιρούταν σε 2 Κενταρχίες ή Εκατονταρχίες και αυτές σε 10 Κοντουβέρνια ή Δεκαρχίες. Η αριθμητική δύναμη των μονάδων ποίκιλε σκόπιμα για να προκαλεί σύχγυση ως προς το συνολικό μέγεθος των στρατευμάτων στους αντιπάλους. 
 
Τρεις ήσαν βασικώς οι κατηγορίες τού προσωπικού στον Βυζαντινό Στρατό: 
  Το Μάχιμον. Είναι οι πολεμιστές και έχει δύο όπλα: το πεζικό και το ιππικό. Αντίθετα δε πρός τα συμβαίνοντα στους συγχρόνους στρατούς, δεν υπήρχαν ιδιαίτερα σώματα ανάλογα με το είδος τού οπλισμού, υπήρχαν όμως στο πεζικό και στο ιππικό άνδρες με διαφορετικό οπλισμό. Κάθε τάγμα, πεζικού ή ιππικού, περιελάμβανε ορισμένο αριθμό από βαρύτερα ή ελαφρότερα οπλισμένους στρατιώτες. Κατ’ εξαίρεση μόνο, σχημάτιζαν ειδικά τάγματα ψιλών (πεζών ή ιππέων), όταν το επέβαλλαν τακτικοί λόγοι. Έτσι, σε μία μονάδα πεζικού υπήρχαν όπως ήδη αναφέρθηκε, οι οπλίτες, δηλαδή οι βαρέως οπλισμένοι με την μακρυά λόγχη και μεγάλη ασπίδα, πού έφεραν και βαρειά πανοπλία. Οι ψιλοί ή πελταστές, πού έφεραν δόρυ και 2 -3 ακόντια και με μικρότερη πανοπλία, καθώς και οι οι σαγιτάτορες ή αρκάτοι, δηλ. οι τοξότες. Στις μονάδες βαρέως ιππικού (κατάφρακτοι, κλιβανάριοι) πολλές φορές υπήρχαν και έφιπποι κατάφρακτοι τοξότες για να απωθούν τους πολυπληθείς ιπποτοξότες των διαφόρων ασιατικών στρατών.
 
  Το Τεχνικόν. Στο πεζικό αποτελούν τους τεχνίτες οι οποίοι συγκροτούν ιδιαίτερο τμήμα διοικούμενο από τον αρχαιότερο στο επάγγελμά τους. Αυτοί είναι οι σιδηρουργοί, καροποιοί, οπλοποιοί, ακονιστές, κατασκευαστές τοξαρίων, βελών και κονταρίων. Υπάρχουν επίσης ξεχωριστά τμήματα από τέτοιους τεχνίτες, πού οι άνδρες του αποκαλούνται εργάτες ή τεχνίτες και είναι εφοδιασμένοι με κλαδευτήρια ή πελέκια, για κάθε έργο. Είναι επίσης και οι επιτασσόμενοι εργάτες ή επίτακτοι για τις οχυρώσεις. Αυτοί είναι ξένοι πρός τον στρατό.
 
Το ιππικό έχει μικρότερη ανάγκη τεχνιτών από το πεζικό, διότι είναι σε θέση να φθάση γρήγορα σε κατοικημένους τόπους, όπου μπορεί να κάνει τις επείγουσες επισκευές. Προσπαθεί πάντοτε να διατηρεί την ευελιξία και πρώτη του φροντίδα είναι ή ταχύτητα.
 
  Το Χορηγόν των αναγκαίων,  που περιελάμβανε τις διάφορες υπηρεσίες της επιμελητείας, τούς υπηρέτες των πεζών και των ιππέων, τούς οδηγούς στα μεταγωγικά (δηλαδή την εφοδιοπομπή ή Τούλδον), καθώς επίσης τούς χορηγητες και μεταπράτες, πού συνόδευαν τον στρατό στην εκστρατεία.
 
  Η Ρωμηωσύνη και οι Έλληνες ποτέ δεν ήταν λαός στρατοκρατικός. Πίστευαν βέβαια, ότι η στρατιωτική ανδρεία ήταν κάτι το αξιοθαύμαστο, δεν ήταν όμως γι’ αυτούς όπως για την μετέπειτα ιπποτική Δύση, το μόνο επιθυμητό χάρισμα. Ο θριαμβευτής στρατηγός έμενε πάντα ένας δοξασμένος θεράπων του κράτους. Η ανάγκη ήταν που τους υποχρέωνε να οργανωθούν εγκαίρως από άποψη στρατιωτική και να δώσουν στις στρατιωτικές υποθέσεις μια προσοχή επιστημονική. Οι Βυζαντινοί ασχολήθηκαν συστηματικά με τη θεωρητική πλευρά της στρατιωτικής τέχνης. Τη στρατηγική και την τακτική τους τη στήριξαν στην ανάλυση: ανάλυση των δικών τους δυνάμεων, ανάλυση των δυνάμεων του εχθρού και ανάλυση του γεωγραφικού χώρου όπου γίνονται οι πόλεμοι και γνώριζαν να εκμεταλλεύονται κάθε δυνατότητα που τους έδινε αυτή η ανάλυση. Ήταν το μόνο οργανωμένο κράτος της εποχής του όπου μελετούσαν με προσοχή και ηρεμία την τακτική του πολέμου, την οργάνωση του στρατού και γενικά την στρατηγική τέχνη και ο μεσαιωνικός Ρωμαϊκός στρατός ήταν ο μόνος στην εποχή του που διέθετε επίσημα στρατιωτικά εγχειρίδια – Στρατιωτικούς Κανονισμούς θα λέγαμε σήμερα – που μελετούσαν υποχρεωτικά οι αξιωματικοί. 
 
  Υπήρξε μία ολόκληρη σειρά από αξιόλογους στρατιωτικούς συγγραφείς και πολλοί απ’ τους ιστορικούς του ενδιαφέρθηκαν για τις στρατιωτικές επιχειρήσεις. Χάρη σ’ αυτούς μπορούμε να παρακολουθήσουμε, με ορισμένα βέβαια κενά, την ιστορική εξέλιξη των βυζαντινών όπλων και τακτικών. Για τους πρώτους αιώνες έχουμε τον ρωμαίο Βεγκέτιο (Vegetius) του 4ου μ.Χ. αιώνα και στο τέλος του 5ου το σχολαστικό θεωρητικό Ουρβίκιο (Urbicius). Τον 6ο αιώνα ο Προκόπιος είναι πάνω απ’ όλα στρατιωτικός ιστορικός. Και λίγες δεκαετίες αργότερα, ο αυτοκράτορας Μαυρίκιος έγραψε το “ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟΝ” του, μια ανεκτίμητη πραγμάτεια για τον στρατό της εποχής. Γύρω στο 900 μ.Χ. περίπου, ο αυτοκράτορας Λέων ΣΤ΄, ένας απ’ τους λίγους αυτοκράτορες, που δεν ήταν στρατιώτης, σταχυολόγησε μια πραγμάτεια, σχετικά με όλα τα στρατιωτικά θέματα, που είναι γνωστή με τον τίτλο “ΤΑΚΤΙΚΑ”. Γύρω στο 960 μ.Χ., ένας απ’ τους στρατηγούς του Νικηφόρου Φωκά αφιέρωσε στον βασιλέα του ένα εγχειρίδιο (Σύνταξις Στρατηγική και Τακτική Κυρού Νικηφόρου του Βασιλέως), όπου πραγματεύεται κάθε πτυχή του πολέμου της εποχής του, ακόμα και τον ανορθόδοξο πόλεμο ή ανταρτοπόλεμο (Περί Παραδρομής Πολέμου). Επίσης υπάρχει και ένας μικρός αριθμός πραγματειών από άγνωστους σε μας συγγραφείς. Τον 11ο μ.Χ. αιώνα ο παλιός στρατιωτικός Κεκαυμένος κατέγραψε με μορφή διαλόγου ένα μέρος απ’ την εμπειρία του, ενώ στις αρχές του 12ου η Άννα Κομνηνή κόρη του αυτοκράτορος Αλεξίου Α’ Κομνηνού έγραψε την “Αλεξιάδα“, δείχνοντας ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις στρατιωτικές επιχειρήσεις.
 
Το Πολεμικό Ναυτικό
  Στην επί 1.123 χρόνια ζωή του Μεσαιωνικού Ρωμαϊκού «Βυζαντινού» Κράτους, το Ναυτικό κατέχει ιδιαίτερα ξεχωριστή θέση. Αποτελεί του αρμούς της Αυτοκρατορίας, υπηρετεί τη δόξα της και την ευημερία και αποτρέπει τον κίνδυνο. Όταν το Ναυτικό παραμελείται το Βυζάντιο ταπεινώνεται και όταν εκείνο εκλείπει, σαν πραγματική δύναμη, ακολουθεί η κατάρρευση της μεγάλης χριστιανικής Αυτοκρατορίας της ανατολής.
 
  Στο παλαιό Ρωμαϊκό κράτος και μέσα στην γενικώτερη ατμόσφαιρα παρακμής, το Ναυτικό είχε παραμεληθεί τελείως. Ο ιδρυτής του «νέου» κράτους, ο Μέγας Κωνσταντίνος, αναγνώρισε την ανάγκη αλλαγής του χαρακτήρα της αυτοκρατορίας, από στεριανή δύναμη σε θαλασσοκράτειρας. Η ίδρυση του πρώτου πολεμικού στόλου του Βυζαντίου αποδίδεται στον Λέοντα Α’ τον Θράκα (457 – 474 μ.Χ.), που έγινε για την αντιμετώπιση των επιδρομών των Βανδάλων από την Βόρειο Αφρική. Το καινούριο Ναυτικό έχει την έδρα του στην Κωνσταντινούπολη και τελεί υπό ενιαία διοίκηση, τη διοίκηση του Στόλου των Καραβησιάνων. Ο αρχηγός του λέγεται Στρατηγός των Καραβησιάνων, για να μετονομασθεί αργότερα σε Δρουγγάριο (που σημαίνει χιλίαρχος, δηλαδή διοικητής χιλίων ανδρών).
 
  Αργότερα, στο πρώτο ήμισυ του 8ου αιώνα, γίνεται αναδιοργάνωση του Ναυτικού από τον Λέοντα Γ’, τον Ίσαυρο (717 – 741 μ.Χ.). Με την αναδιοργάνωση αυτή καταργείται η ενιαία διοίκηση του στόλου και δημιουργούνται περισσότερες διοικήσεις της Ναυτικής δυνάμεως, που είναι ανεξάρτητες μεταξύ τους και εδρεύουν, εκτός από την Κωνσταντινούπολη, στις περιοχές οι οποίες απειλούνται από τους Άραβες. Ο αρχηγός του Ναυτικού όπως θα λέγαμε σήμερα, έφερε το τίτλο Δρουγγάριος των Πλωΐμων ενώ αργότερα, κατά τον 11ο αιώνα, ονομάζεται και Μέγας Δούξ, και ήταν από τους ανωτάτους αξιωματούχους της Αυτοκρατορίας. Τον βοηθά στα καθήκοντά του ένα επιτελείο με τον Πρωτοσπαθάριο (Αρχιεπιστολέα του Στόλου, Επιτελάρχης), Σακελλάριο (Οικονομικό αξιωματικό), τον Πραίτωρα (Ναυτοδίκη), τον Ιατρό και τον Ιερέα. Υπήρχε δε στην Κωνσταντινούπολη ναυτικό δικαστήριο (ναυτοδικείο, θα ελέγαμε σήμερα) , που ο Πρόεδρός του έφερε τον τίτλο του Πρωτοσπαθαρίου της Φιάλης. Το δικαστήριο αυτό δίκαζε κυρίως τα παραπτώματα των πληρωμάτων, που υπηρετούσαν στους βασιλικούς δρόμωνες δηλ. στα πολεμικά καράβια του κεντρικού, του αυτοκρατορικού στόλου. Μετά τη μεταρύθμιση του Λέοντος Γ’, δημιουργήθηκαν τρεις τελείως ξεχωριστοί στόλοι η ορθότερα, κατηγορίες στόλων :
 
  Ο κεντρικός ή αυτοκρατορικός στόλος ή Βασιλικόν Πλώϊμον. Αποτελείται από βαριά πλοία, τους δρόμωνες, οπλίζεται, επανδρώνεται και συντηρείται από την Κωνσταντινούπολη και επιφορτίζεται βασικά με μακρυνές αποστολές. Τον καιρό της ειρήνης σταθμεύει στην πρωτεύουσα ή τα στρατηγικά σημεία του θαλασσινού μετώπου της Αυτοκρατορίας, πού ελέγχουν τους διεθνείς θαλάσσιους δρόμους. Τα πληρώματα του στρατολογούνται στην Πρωτεύουσα και τα περίχωρα της ανάμεσα στους επαγγελματίες ναυτικούς αλλά και σ’ ολόκληρη την αυτοκρατορία. Καθώς όμως δεν επαρκεί ο στόλος αυτός να υπερασπίσει τα απέραντα παράλια των χωρών της Αυτοκρατορίας, βοηθείται από το Θεματικόν Πλώϊμον δηλ. τους περιφερειακούς στόλους πού χωρίζονται σε επαρχιακούς και (καθαρά) θεματικούς.
 
  Ο επαρχιακός στόλος. Αποτελείται βασικά από ελαφρές πολεμικές μονάδες, τις γαλέες ή μονήρια και τα χελάνδια ή του μικρούς δρόμωνες. Oι μοίρες του σταθμεύουν στην επαρχία, στην οποία ανήκει, υπάγεται διοικητικά στις αρχές της επαρχίας αυτής (ή του θέματος) δηλ. στο Στρατηγό του θέματος, οπλίζεται και συντηρείται από την κεντρική εξουσία δηλ. το Θησαυροφυλάκιο της Πρωτευούσης και επανδρώνεται με ναυτικούς, που στρατολογούνται επί τόπου, άλλα και σέ διάφορα άλλα σημεία της Αυτοκρατορίας. Επιφορτισμένος με την φρούρηση των ακτών της επαρχίας του είναι βασικά ένας αμυντικός σχηματισμός. Έχει επί κεφαλής του τον Τουρμάρχη του Πλωΐμου (= τον διοικητή μοίρας) και εφόσον δρα στην επαρχία του, υπάγεται στον στρατηγό, διοικητή της Επαρχίας, όταν όμως συμμετέχει σε γενικώτερες επιχειρήσεις, υπάγεται στον Δρουγγάριον των Πλωΐμων. Ο Τουρμάρχης, διορίζεται από τον Αυτοκράτορα και έχει συνήθως στη δύναμή του 3-4 ελαφρά πλοία, σπανίως δε περισσότερα.
 
  Ο θεματικός στόλος. Συγκροτείται μόνο στα ναυτικά θέματα δηλ. στα θέματα (ή περιφέρειες) εκείνα, στα οποία λόγω της γεωγραφικής τους θέσεως ή της εκτάσεως των παραλίων δικαιολογείται να υπάρχει ισχυρός στόλος. Αποτελείται από πλοία όλων των ειδών (δρόμωνες και ελαφρά πλοία), από τα οποία οι δρόμωνες είναι εφοδιασμένα με το τρομερό Υγρόν Πυρ, όπως και τα καράβια του αυτοκρατορικού στόλου. Εξοπλίζεται και συντηρείται στις Επαρχίες-Θέματα, από τις οποίες και εξαρτάται. Διαθέτει βάσεις, ναυπηγεία και ναυστάθμους. Επανδρώνεται με ναυτικούς, που στρατολογούνται στην επαρχία, όπου σταθμεύει. Αποστολή έχει να προστατεύει την περιοχή, που τον συγκροτεί και τον συντηρεί και να προσβάλλει στην ακτίνα δράσεως του τους εχθρικούς στόλους. Υπάγεται στον διοικητή της περιοχής ή του θέματος, ο οποίος επειδή το θέμα είναι ναυτικό δεν είναι στρατιωτικός αλλά ναυτικός και φέρει τον τίτλο του Δρουγγαρίου δηλ. του ναυάρχου.
 
  Οι στόλοι υποδιαιρούντο σε μοίρες, κάθε δε μοίρα αποτελείτο από 3-5 δρόμωνες και είχε διοικητή τον Κόμη. Ο πολεμικός άρχων (πλοίαρχος) κάθε πλοίου ωνομαζόταν Κεντυρίων δηλαδή Εκατόνταρχος, διότι ο δρόμων – το καθ’ αυτό πολεμικό καράβι των Βυζαντινών – είχε εκατό κουπιά, με ισάριθμους ερέτες ή ελάτες (κωπηλάτες). Αργότερα ονομάσθηκε Κυβερνήτης ή Καπετάνιος (από αναγραμματισμό του τίτλου Κατεπάνω).
 
  Τα πολεμικά όμως που κυριαρχούν στο πολεμικό Ναυτικό του Βυζαντίου είναι ο δρόμων και κατά δεύτερον λόγο το χελάνδιον. Το όνομα δρόμων σημαίνει το ταχύ πλοίο ενώ η λέξη χελάνδιο προέρχεται από το χέλυς (έγχελυς) και δηλώνει το πλοίο, που έχει μακρύ σχήμα. Το κύριο χαρακτηριστικό τόσο του δρόμωνα όσο και του χελανδίου είναι η ταχύτητα. Είναι μακρυά κωπήλατα πλοία, τα οποία ξεχωρίζουν από τα καράβια του εμπορικού ναυτικού, που ήταν στρογγυλεμένα και κινούνταν με ιστίο. Στον δρόμωνα όπως και στο χελάνδιο υπήρχε ο σίφων υγρού πυρός και το ξυλόκαστρον. Το υγρό πύρ ήταν το μυστικό όπλο του Βυζαντινού ναυτικού και ο τρόπος και τα υλικά παρασκευής του ήταν κρατικό απόρρητο, σε σημείο που ακόμη και σήμερα δεν είμαστε απόλυτα βέβαιοι για την σύνθεσή του. Εκτοξευόταν με ένα ισχυρό σφύριγμα από τον σίφωνα ή δράκοντα – που ήταν μία χειροκίνητη αντλία στην πλώρη του πλοίου – και προκαλούσε μεγάλο τρόμο στους αντίπαλους στόλους από το γεγονός οτι δεν έσβυνε με νερό αλλά έκαιγε ακόμη και στην επιφάνεια της θάλασσας.
 
Επίλογος
  Η Ρωμανία, η μεγάλη αυτή χριστιανική αυτοκρατορία της ανατολής – το Βυζάντιο όπως είναι ευρύτερα γνωστό – παρέμεινε σε όλη την ιστορία της ο ακλόνητος προστάτης της Ευρώπης, λειτουργώντας επί έντεκα και πλέον αιώνες ως κυμματοθραύστης των βαρβαρικών επιδρομών. Πέρα από αυτό τον αμυντικό ρόλο που έφερε εις πέρας με απόλυτη επιτυχία μέχρι το τέλος του, λειτούργησε και σαν κιβωτός του Ελληνικού πνεύματος, διαφυλάσσοντας το μεγαλύτερο μέρος της Ελληνικής γραμματείας που είναι γνωστό σήμερα, πνεύμα το οποίο χρησίμευσε για την αφύπνιση της Ευρώπης μέσα από τα συγγράματα ανθρώπων των γραμμάτων, των επιστημών και των τεχνών, που έδρασαν κατά την εποχή που ονομάσθηκε από τους ιστορικούς Αναγέννηση
 
  H συνεχής πάλη και φροντίδα για την επιβίωσή της έναντι εξωτερικών κινδύνων και η διαρκής επαγρύπνηση για τη διατήρησή της, την οδήγησαν στην εμπέδωση συμπαγούς και λεπτομερειακής στρατιωτικής οργάνωσης κατά ξηρά και θάλασσα, η οποία -επεκτεινóμενη σ’ ολóκληρη τη χώρα- αποτέλεσε το ισχυρóτερó της óπλο, για την επιβολή της, προς óλους τους γείτονές της. H οργάνωση της εκπαίδευσης του στρατού, η αυστηρή πειθαρχία, η επιστημονική κατάρτιση και τα ειδικά σχολεία φοίτησης των αξιωματικών, η αδιάσπαστη ενóτητα των στρατιωτικών αρχηγών απó τη μια και απó την άλλη η οργάνωση άριστων και πολυάριθμων ναυτικών δυνάμεων, ήταν εκείνα που έδωσαν τις λαμπρές νίκες και γλύτωσαν το Βυζάντιο απó την απειλούμενη κατάλυση απó τη μωαμεθανική αραβική επιδρομή, σε εποχή που η Ευρώπη έφθασε πολύ κοντά στο να υποδουλωθεί σ’ αυτούς.
 
  Αποτελεί δε μία θλιβερή απιβεβαίωση της ρήσης του Ηράκλειτου «Ο πιό σίγουρος εχθρός σου είναι ο αχάριστος που ευεργετήθηκε από σένα» το γεγονός οτι ο πιό σημαντικός εξωτερικός παράγοντας, ο οποίος επιτάχυνε την τελική κατάλυσή της Αυτοκρατορίας, είναι η βραχυχρόνια κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους σταυροφόρους. Αυτή ήταν ένα σοβαρό πλήγμα, από το οποίο η αυτοκρατορία δεν μπόρεσε να ανανήψη ποτέ, μέχρι την τελική κατάκτησή της από τους Οθωμανούς, δύο περίπου αιώνες μετά.
 
  
 
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. John Haldon, Byzantium at War AD 600-1453, Osprey Publishing 2003
2. John Haldon, Warfare, State and Society in the Byzantine World, 565–1204 UCL Press, 1999
3. Εκδοτική Αθηνών, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, ΤΟΜΟΙ Η’, Θ’, 1972
4. Ιωάννης Καραγιαννόπουλος, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ, 1999
5. Ιωάννης Ρωμανίδης, ΡΩΜΗΩΣΥΝΗ ΡΩΜΑΝΙΑ ΡΟΥΜΕΛΗ, Εκδόσεις Πουρνάρα, 2002
6. Γκεόργκ Οστρογκόρσκι, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ, 1996
 
IΣΤΟΣΕΛΙΔΕΣ
http://medievalswordmanship.wordpress.com/2013/05/23 Ο Στρατός των Βυζαντινών. Οργάνωση Ακμή και Τακτικές 
http://anemourion.blogspot.gr/2013/04/blog-post_8.html Το βυζαντινό ναυτικό (Πληρώματα, καράβια και νεώρια)

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την πολιτική απορρήτου.